προοιμιαστικός

προοιμιαστικός
προοιμι-αστικός, ή, όν,
A = προοιμιακός, ἔννοιαι Men.Rh.p.376S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προοιμιαστικός — ή, όν, Μ [προοιμιάζομαι] αυτός που φαίνεται σαν προοίμιο σε κάτι, που εισάγει σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • προοιμιαστικά — προοιμιαστικός neut nom/voc/acc pl προοιμιαστικά̱ , προοιμιαστικός fem nom/voc/acc dual προοιμιαστικά̱ , προοιμιαστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιαστικῆς — προοιμιαστικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”